To AEM news σας παρουσιάζει το έργο του νέου τεχνικού ως παίκτη και προπονητή. Ο Χρήστος Βασιλείου πέρασε στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ως ένας παίκτης που δεν «λούστηκε» από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά που ήταν πάντα χρήσιμος για τις ομάδες του.
Αγρινιώτης στην καταγωγή (γεν. 1961), o Βασιλείου κατάφερε να συμμετάσχει σε 111 αγώνες Α' Εθνικής, κατέκτησε τίτλους, ενώ έφτασε ως και την εθνική ομάδα (1 συμμετοχή).
Απασχολείται ως προπονητής πια, εδώ και πολλά χρόνια. Δούλεψε σε Παναιτωλικό, Φωκικό, Ζάκυνθο, Πρέβεζα, Βόνιτσα, Ήφαιστο Αγρινίου, Πλατανιά Χανίων (με τον οποίο έζησε την καλύτερη προπονητική στιγμή του, οδηγώντας τον το 2009 στη Γ' Εθνική) και την περσινή περίοδο στην Επισκοπή όπου τερμάτισε στην δεύτερη θέση. Φέτος τον Οκτώβριο συμφώνησε με την ομάδα των Ασιτών, αλλά για οικογενειακούς λόγους έλυσε την συνεργασία μαζί τους.
Ως ποδοσφαιριστής, ξεκίνησε από τη γενέτειρά του και τον Παναιτωλικό. Έπαιζε αμυντικός. Δεν έζησε όμως με τους Αγρινιώτες την πρώτη σπουδαία στιγμή της καριέρας του - διότι αυτή ήταν η κατάκτηση του πρωταθλήματος Ελλάδας (1984) με τη φανέλα του Παναθηναϊκού στον οποίο είχε στο μεταξύ μετακινηθεί.
Όταν κατέκτησε το δεύτερο τίτλο της καριέρας του, όμως, είχε σαφώς μεγαλύτερη συμβολή στην επιτυχία. Ήταν βασικός τη βραδιά που ο ΟΦΗ επικράτησε στα πέναλτι του Ηρακλή στο ΟΑΚΑ και κέρδισε το Κύπελλο Ελλάδος.
Ο «αφανής ήρωας» Χρήστος Βασιλείου έπαιξε ακόμη σε Ολυμπιακό Βόλου και Απόλλωνα Αθηνών σε επίπεδο Α' Εθνικής, αλλά και σε Ζάκυνθο (Δ' Εθνική), ΕΑ Ρεθύμνου (Β' Εθνική). Συμμετείχε, όπως είπαμε, σε ένα παιχνίδι της εθνικής Ελλάδος.
Τούτη η μια και μοναδική του παρουσία με το εθνόσημο στο στήθος έλαβε χώρα στις 24 Σεπτεμβρίου του 1986, σε ένα φιλικό αγώνα Ισπανίας-Ελλάδας (3-1) στο Χιχόν. Είχε περάσει ως αλλαγή σ' εκείνο το παιχνίδι.